- μεταγραμματίζω
- αλλάζω τη θέση των γραμμάτων μιας λέξης: Ο διορθωτής μεταγραμμάτισε πολλές λέξεις του άρθρου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μεταγραμματίζω — (ΑM μεταγραμματίζω) μεταβάλλω τη θέση τών γραμμάτων μιας λέξης ή φράσης, αναγραμματίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + γράμμα] … Dictionary of Greek
μεταγραμματιζόμενον — μεταγραμματίζω transpose the letters of a word pres part mp masc acc sg μεταγραμματίζω transpose the letters of a word pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετ(α)- — και μεθ και ματα (ΑM μετ[α] , Α και μεται και πεδα ) α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής το οποίο ανάγεται στην πρόθεση / προρρηματικό μετά. Εμφανίζεται και με τη μορφή μεθ όταν το φωνήεν τού β συνθετικού δασύνεται (πρβλ. μεθ εόρτια, μεθ… … Dictionary of Greek
μεταγραμματισμός — ο (ΑM μεταγραμματισμός) [μεταγραμματίζω] η μετάθεση γραμμάτων, ο σχηματισμός νέας λέξης ή φράσης με μετάθεση τών γραμμάτων μιας άλλης λέξης ή φράσης, αναγραμματισμός αρχ. η μεταβολή τών γραμμάτων από την παλαιά γραφή στη μεταγενέστερη, η… … Dictionary of Greek